λεάντειρα

λεάντειρα
λεάν-τειρα, , fem. of
A

λεαντήρ, κίσηρις AP6.295

(Phan.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεάντειραν — λεάντειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεαντήρ — λεαντήρ, ῆρος, ό θηλ. λεάντειρα (Α) βλ. λειαντήρας …   Dictionary of Greek

  • λειαντήρας — ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, ῆρος, θηλ. λεάντειρα) [λειαίνω] αυτός που κάνει κάτι λείο νεοελλ. εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”